χατζάρα

χατζάρα
η, Ν
βλ. χαντζάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δρεπάνι — και δρέπανο και δραπάνι και δράπανο, το (AM δρεπάνη, η και δρέπανον και δράπανον, το Μ και δρεπάνι(ν), το και δρέπανος, ο) [δρέπω] κυρτό, θεριστικό, κοφτερό εργαλείο με ξύλινη λαβή που χρησιμοποιείται κυρίως για τον θερισμό χόρτων και δημητριακών …   Dictionary of Greek

  • χαντζάρα — και χατζάρα, η, Ν μεγάλο χαντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • Καρβούνης, Νικόλαος — (Ιθάκη 1880 – Αθήνα 1947). Δημοσιογράφος και λόγιος. Μεγάλωσε και σπούδασε στη Ρουμανία. Συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες, όπως το Σκριπ, η Πολιτεία, η Εστία, η Πρωία κ.ά., ενώ το 1907 ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό Ηγησώ, μαζί με τους Φ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”